- κύνειρα
- κύνειρα [ῠ], ἡ, (εἴρω A)A dog-leash, Com.Adesp.1056.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κύνειρα — κύνειρα, ἡ (Α) περιλαίμιο σκύλου, το λουρί με το οποίο σύρουν τον σκύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + εἴρω «δένω στη σειρά»] … Dictionary of Greek
κύνειρα — dog leash fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύνειραν — κύνειρα dog leash fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)